Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Άντε στο διάολο.


Η γραμμή που διαχωρίζει τη αγάπη από το μίσος είναι πολύ μικρή, λένε.
Η γραμμή που διαχωρίζει την αγάπη από το μίσος δεν είναι, λέω.
Διότι δεν υπάρχει. Διότι το μίσος κι η αγάπη είναι τελείως διαφορετικά πράγματα. Εξίσου έντονα, μα διαφορετικά. Ποτέ δε θα καταφέρεις να μισήσεις ουσιαστικά έναν άνθρωπο εάν δε σου έχει σκοτώσει τη μάνα, δε σου 'χει γρατζουνίσει το αμάξι, εάν δε σου έχει κάψει το σκύλο, δε σ' έχει πει κομμουνιστή.
Μπορεί να εκνευριστείς για πολλά άλλα πράγματα. Να θολώσεις, να θυμώσεις, να βρίσεις, να παραφερθείς, να χτυπήσεις, να μετανιώσεις, να ξαναπαραφερθείς. Δικαίως. Ώσπου τελικά να λυπηθείς. Να σκεφτείς, να ακούσεις όλα εκείνα τα τραγούδια που έχεις στον φάκελο “Μην_ανεβάσω_ποτέ_στο_twitter”, να σκεφτείς, να διαβάσεις τη “Μη Κοινωνιολογία” του Βέλτσου, να σκεφτείς, να κάψεις το σκύλο σου, να σκεφτείς, να πεις τον αδερφό σου κομμουνιστή. Nα σκεφτείς.
Και η τόση σκέψη σού χαρίζει τελικά τη διαύγεια. Αυτή τη διαύγεια που, αν είχε έρθει νωρίτερα, θα λειτουργούσε ως σοφός φίλος και θα σε τραβούσε πίσω την ώρα που ήσουν έτοιμος να γκρεμίσεις τα πάντα μπροστά. Είναι η ίδια διαύγεια που ξέρει πως το «Άντε στο διάολο!»  -που ξεστόμισες, έστειλες, twittαρες- σημαίνει «Έλα δίπλα μου!», το “Μετανιώνω..” “Σ’ευχαριστώ..”, το “Εξαφανίσου” “Γιατί;”.